- πολιότριχος
- πολιότρῐχος, ον,A = πολιόθριξ, Opp.C.3.293.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιότριχος — πολιόθριξ masc/fem gen sg πολιότριχος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιότριχος — ον, Α αυτός που έχει ψαρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, λεπτό τριχος] … Dictionary of Greek
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek
πολιότριχα — πολιόθριξ masc/fem acc sg πολιότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)